- ἐκτίκτω
- ἐκτίκτω, [tense] aor. 2A
ἐξέτεκον Arist.HA621b20
: [tense] pf.ἐκτέτοκα Pl.Tht. 210b
:—bring forth, Arist.HA571b11, al.; of fish, spawn, ib.547a2, 621b20: metaph., Pl.l.c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐξέτεκον Arist.HA621b20
: [tense] pf.ἐκτέτοκα Pl.Tht. 210b
:—bring forth, Arist.HA571b11, al.; of fish, spawn, ib.547a2, 621b20: metaph., Pl.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκτίκτω — ἐκτίκτω (Α) 1. τίκτω, γεννώ (α. «τὰ μὲν οὖν θήλεα χαλεπώτατα, ὅταν ἐκτέκωσι πρῶτον» Αριστ. β. «Ζαχαρίας Ίωάννην ἐκτέτοκεν», Μηναία, Ωδή 3) 2. μτφ. διαμορφώνω γνώμη … Dictionary of Greek
προεκτίκτω — Α γεννώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτίκτω «γεννώ»] … Dictionary of Greek
συνεκτίκτω — Α γεννώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτίκτω «γεννώ, τίκτω»] … Dictionary of Greek